Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τῆς στρατιᾶς

См. также в других словарях:

  • Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Μπερναντότ, Ζαν Μπατίστ Ζιλ — (Jean Baptiste Jules Bernadotte, Πο 1763 – Στοκχόλμη 1844). Γάλλος στρατηγός και κατόπιν βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας (1818 44). Κατατάχτηκε στον στρατό σε ηλικία 17 ετών· συνταγματάρχης το 1792 και στρατηγός διοικητής μεραρχίας το… …   Dictionary of Greek

  • Φαλκενχάιν Ερρίκος — (Falkenhayn, 1861 – 1922). Γερμανός στρατηγός. Υπουργός στρατιωτικών της Πρωσίας το 1913, αντικατέστησε τον φον Μόλτκε, μετά τη μάχη του Μάρνη (1914), στην αρχηγία του γερμανικού Γενικού Επιτελείου. Δραστήριος και βαθύς γνώστης της στρατιωτικής… …   Dictionary of Greek

  • Δερβενάκια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 84 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας. μάχη των Δ.Σειρά συγκρούσεων μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων της Πελοποννήσου με αρχηγό τον… …   Dictionary of Greek

  • Φος, Φερδινάνδος — (Foch, 1851 – 1929). Γάλλος στρατάρχης. Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού και το 1873 κατατάχθηκε στο στρατό ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Αργότερα δίδαξε στρατιωτική τακτική στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου, της οποίας έγινε διοικητής… …   Dictionary of Greek

  • Πισεγκρί, Σαρλ — (Pichegry, Αρμπουά 1761 – Παρίσι 1804). Γάλλος στρατιωτικός. Σπούδασε σε κολέγιο και δίδαξε στη στρατιωτική σχολή της Μπριεν. Το 1783 πήρε μέρος στον πόλεμο της ανεξαρτησίας στη Βόρεια Αμερική. Το 1791 έγινε πρόεδρος της λέσχης των Ιακωβίνων στη… …   Dictionary of Greek

  • Τουκατσέφσκι, Μιχαήλ — (1895 – ;). Ρώσος μπολσεβίκος στρατηγός. Ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, πήρε μέρος στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο ως αξιωματικός και λίγο πριν από την κατάρρευση του ρωσικού μετώπου πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και κλείστηκε στο φρούριο της… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος, Λουδοβίκος Ιωάννης — (1771 – 1847). Αρχιδούκας της Αυστρίας. Ήταν τριτότοκος γιος του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β’. Φοίτησε στη στρατιωτική ακαδημία της Βιέννης και διακρίθηκε αργότερα ως αρχιστράτηγος του αυστριακού στρατού στους πολέμους εναντίον του Ναπολέοντα.… …   Dictionary of Greek

  • Ρένενκαμπφ, Πάβελ Κάρλοβιτς — (1854 – 1918). Ρώσος στρατηγός του ιππικού. Τελείωσε τη Στρατιωτική Σχολή του Έλσινκφορς (Ελσίνκι) και την Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου (1882). Το 1900, ως διοικητής ταξιαρχίας ιππικού, πήρε μέρος στην καταστολή της εξέγερσης των Μπόξερς στην… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»